Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940



ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

(Μ. Τραϊφόρος)
Μες τους δρόμους τριγυρνάνε,
οι μανάδες και ζητάνε ν' αντικρίσουνε
τα παιδιά τους π' ορκιστήκαν,
στο σταθμό σαν χωριστήκαν να γυρίσουνε.

Μα για κείνους πού 'χουν φύγει
και η δόξα τους τυλίγει, ας χαιρόμαστε
και καμιά ποτέ ας μην κλάψει
κάθε πόνο της ας κλάψει κι ας ευχόμαστε.

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά.
Παιδιά, στη γλυκιά Παναγιά,
προσευχόμαστε όλες, νά 'ρθετε ξανά.

Λέω σ' όσες ξαγρυπνάνε
και για κάποιον ξενυχτάνε και στενάζουνε,
πως η πίκρα κι η τρεμούλα
σε μια γνήσια Ελληνοπούλα δεν ταιριάζουνε.

Ελληνίδες του Ζαλόγγου
και της πόλης και του λόγγου και Πλακιώτισσες,
όσο κι αν πικρά πονούμε,
υπερήφανα ας πούμε σα Σουλιώτισσες.

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά.
Παιδιά, στη γλυκιά Παναγιά,
προσευχόμαστε όλες, νά 'ρθετε ξανά.

Mε της Νίκης τα φτερά,
σας προσμένουμε παιδιά.

Στο πόλεμο βγαίν' ο Ιταλός
Στο πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός
κι ου τσουλιάς του λέει
έβγα Μουσουλίν
έριμη του φουστάν του κουρουμπλί
γιατί δε βγαίνεις καταδώ
κι έχω μια όρεξ' ορέ να σε ιδώ

Κι κεί σιαπάν, σιαπάν στη Κορυτσά
Λεν τα παιδιά μας ούλα έλα παραδώ
ουρέ για να σ'ιδώ και γω,
γιατί δε βγαίνεις να σ'ιδώ,
ουρέ γιατί μας κάνεις το λαγό;

Καίει ου ήλιος καίει, καίει μανάραμ καίει
και αυτοί μιλάν για χιόνια λάσπες και βροχές
ε'ρι λάσπες και βροχές
Το πόλεμο τι, μωρ τι, τι τουν ήθελεις
και σε περιγελούνει οι άντρες σα σε δούνε
παράτα τη, μωρ τηνπαλληκαριά
τα τάγκς, και τα κανόνια, δεν είναι, μακαρόνια

Πού 'σε ουρέ Μπενίτου κρυμμένους στη σπηλιά
ουρέ κατέβα παρακάτου, φουβάμαι τουν τσουλιά
έρι φουβάμαι τουν τσουλιά



ΚΟΡΟΪΔΟ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ

Με το χαμόγελο στα χείλη
παν οι φαντάροι μας μπροστά
και γίναν οι Ιταλοί ρεζίλι,
γιατί η καρδιά τους δε βαστά.

Βρέχει. Και κάτω από την τέντα
δεν κάνουν βήμα προς τα μπρος
και λένε στ' ανακοινωθέντα:
"Φταίει ο κακός μας ο καιρός..."

Κορόιδο Μουσολίνι
κανένας δε θα μείνει,
εσύ και η γελοία
η φασιστική Ιταλία
τρέμετε όλοι το χακί.

Δεν έχεις διόλου μπέσα
κι όταν θα μπούμε μέσα,
ακόμα και στη Ρώμη
γαλανόλευκη θα υψώσουμε
σημαία ελληνική.




ΟΙ ΚΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ

Πάνω εκεί στις Πίνδου μας τις κορφές,
που θαρρείς τ' αστέρια φιλούνε,
Της Πατρίδας λίγες αγνές μορφές,
τα πυκνά σκοτάδια ερευνούν.

Η νύχτα φεύγει, σβήνουν τ' αστέρια,
τ' αγρίμια πάνε να κρυφτούν.
Μα του Δαβάκη μας τα ξεφτέρια,
δε θε να παν ν' αναπαυθούν.

Οι γενναίοι μας με τη λόγχη ορμούν,
τον εχθρό με λύσσα χτυπούνε.
Είναι λίγοι μα τους πολλούς νικούν
κι απ' τη γη μας πέρα τους πετούν



ΒΑΖΕΙ Ο ΝΤΟΥΤΣΕ ΤΗ ΣΤΟΛΗ ΤΟΥ

Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του
και τη σκούφια την ψηλή του
μ' όλα τα φτερά. (2)
Και μια νύχτα με φεγγάρι
την Ελλάδα πάει να πάρει
βρε το φουκαρά. (2)
Ωχ! Τον τσολιά μας το λεβέντη
βρίσκει στα βουνά..
και ταράζουν τον αφέντη
το μακαρονά.
Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο,
με τους τσολιάδες ποιος μου είπε να τα βάνω;

Ξεκινάει την άλλη μέρα
μα και πάλι ακούει: "Αέρα!"
από τον τσολιά. (2)
Δρόμο παίρνει και δρομάκι
και πηδάει το ποταμάκι
ξέρει τη δουλειά. (2)
Ωχ! Τρώει τις σφαίρες σαν χαλάζι
από τον τσολιά
κι όλο στρατηγούς αλλάζει
για να βρει δουλειά.
Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο
και στείλε γρήγορα τα μαύρα μου να βάνω.

Στέλνει ο νέος Ναπολέων
μεραρχίες πειναλέων
στο βουνό ψηλά, (2)
για να βρουν το διάβολο τους
κι ο στρατός μας αιχμαλώτους
τσούρμο κουβαλά. (2)
Ωχ! Και οι "κένταυροι" οι καημένοι
βρε τι τρομερό,
νηστικοί, ξελιγωμένοι,
πέφτουν στο νερό.
Αχ, Γκράτσι, να μη σε δω Γράτσι,
γιατί σε κάρβουνα αναμμένα έχω κάτσει.
Τρέχουν σαν τρελοί στους βράχους
κι από μας κι απ' τους συμμάχους
τρώνε την κλωτσιά. (2)
Και χωρίς πολλές κουβέντες
μπήκαν έλληνες λεβέντες,
μες στην Κορυτσά. (2)
Ωχ! Μέσα στ' Αργυρόκαστρο
εμπήκε το χακί
και σημαία κυματίζει
τώρα ελληνική.
Αχ, Τσιάνο, θα σκοτωθώ Τσιάνο,
γιατί σε λίγο και τα Τίρανα τα χάνω.
Και πάθαν οι καημένοι μεγάλη συμφορά
κι η Ρώμη περιμένει κι εκείνη τη σειρά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου