Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

ΤΟ 1821 ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ



Το δημοτικό τραγούδι εξέφρασε αυθεντικά τους αγώνες των Ελλήνων, να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό. Μέσα από τους στίχους, τους παραδοσιακούς ρυθμούς, προερχόμενους από το βυζαντινό μέλος, διαδίδουν την ιστορία από στόμα σε στόμα.




Η μάχη της Αράχωβας
Απάνω στην Αράχοβα, ψηλά στον ʼϊ Γιώργη
πολλά ντουφέκια πέφτουνε και σαματάς μεγάλος.
Μήνε σε γάμους πέφτουνε, μήνε σε πανηγύρι,
πόλεμος γίνεται εκεί και σκοτωμός μεγάλος.
Ρωμαίγοι είν' που πολεμάν με τον Καραϊσκάκη
με Τούρκους πώχουν αρχηγό αυτόνε το Μουστάμπεη,
πώχει Αρβανίτες διαλεχτούς το ούλο τρεις χιλιάδες.
"Αφέντη ʼϊ Γιώργη, πολεμιστή και γριβοκαβαλλάρη,
αρματωμένε με σπαθί και με χρυσό κοντάρι,
μας ήρθε ο Μουστάμπεης ψηλά στο κεφαλάρι".
"Βγάτε να πολεμήσετε να μη μείνει ποδάρι".
"Έχει πασάδες μπόλικους, ασκέρι τρεις χιλιάδες".
"Βγάτε να τους μποδίσετε για να μην μπουν στην πόλη,
ίσως και το ταχειά ταχύ, να πέσει και το χιόνι
τότες θα ξεπαγιάσουνε θα ξεραθούνε όλοι".
"Καραϊσκάκη μ' αρχηγέ και πρώτε καπιτάνε
έβγα στο κεφαλάρι μας να μας ελευθερώσεις".
Πάψε, Γιώργο μ', τον πόλεμο, μάσε τα γιαταγάνια
και μέτρα τους Αγαρινούς, μέτρα τους σκοτωμένους
κι οι ράχες εγεμίσανε 'πο Τούρκικα κουφάρια.
Τον πάγο έχουν σάβανο, το χιόνι μαξιλάρι,
κι αυτός ο αρχηγός ο καπετάν Μουστάμπεης
σφαγμένος είναι κι αυτός, του λείπει το κεφάλι.
Μα τα κουφάρια είν' πολλά και μετρημό δεν έχουν,
μαζεύουν πούταν εύκολο αράδα τα κεφάλια.
Και πύργο τότε στήσανε, πέρα εις τα Πλατάνια
κι ο πύργος ήτανε τρανός, τρανός σαν κυπαρίσσι
και γύρω του χορεύανε όλα τα παλικάρια.



Του Δράμαλη

Φύσα, μαΐστρο δροσερέ κι αέρα του πελάγου,
να πας τα χαιρετίσματα στου Δράμαλη τη μάννα.
Της Ρούμελης οι μπέηδες, του Δράμαλη οι αγάδες
στο Δερβενάκι κείτονται, στο χώμα ξαπλωμένοι.
Στρωμά’χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια
και γι’απανωσκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψη.
Κ’ένα πουλάκι πέρασε και το συχνορωτάνε:
«Πουλί, πως πάει ο πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι;
-Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης,
και παραπίσω οι Ελληνες με τα σπαθιά στα χέρια».
Γράμματα πάνε κι έρχονται στων μπέηδων τα σπίτια.
Κλαίνε τ’αχούρια γι’άλογα και τα τζαμιά για Τούρκους,
Κλαίνε μαννούλες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες.



Γλυκοχαράζει η χαραυγή
και λάμπ' ο ουρανός κι η γη.
Φέρνει την ελευθεριά μας
και το τέλος της σκλαβιάς μας.(δις)
Στα Βέρβαινα στα Δολιανά
γεια σου χαρά σου κλεφτουριά.
Στο Βαλτέτσι στο Λεβίδι
πέφτει αδιάκοπο λεπίδι (δις)
Κι από του Διάκου το σουβλί
φτιάχνει ο Κανάρης το δαυλί
κι ο Μιαούλης το τιμόνι
πες το κότσυφα κι αηδόνι(δις)





Ο γέρος του Μοριά
Ένα τραγούδι θα σας πω για το Λεβέντη,
τον ασπρομάλλη μας, το Γέρο του Μοριά
και βάλτε, αδέλφια μας, για να στηθεί το γλέντι
τριπολιτσιώτικο κρασί και ψησταριά.
Γεια και χαρά σας, Μοραΐτες αδελφοί
κι εσείς κοπέλες, γεια σας.
Τη Λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας.
Τα όμορφα χρόνια, τα παλιά, να ξαναζήσουν
και στου Ταΰγετου την πιο ψηλή κορφή,
κει, των προγόνων οι σκιές χορό να στήσουν
και να τους λέει τ' αγέρι τούτη τη στροφή:
Γεια και χαρά σας, Μοραΐτες αδελφοί,
που η μάνα αν δε σας γέννα
ούτ' Αγια - Λαύρα θα 'χαμε
ούτε Εικοσιένα.

Παιδιά της Σαμαρίνας

Παιδιά της Σαμαρίνας, μωρέ παιδιά καημένα.
Παιδιά της Σαμαρίνας κι ας είστε λερωμένα.
Αν πάτε, πά - μωρ' πάνω στα βουνά,
ψηλά στη Σαμαρίνα μωρέ παιδιά καημένα.
ψηλά στη Σαμαρίνα κι ας είστε λερωμένα.
Τουφέκια να μωρ' να μη ρίξετε.
Τραγούδια να μην πείτε μωρέ παιδιά καημένα.
Τραγούδια να μην πείτε κι ας είστε λερωμένα.
Κι αν σας ρωτήσει μωρέ η μάνα μου,
η δόλια η αδερφή μωρέ παιδιά καημένα.
η δόλια η αδερφή μου κι ας είστε λερωμένα.
Μην πείτε, πεί - μωρ' πως εχάθηκα.
Πως είμαι σκοτωμένος μωρέ παιδιά καημένα.
Πως είμαι σκοτωμένος κι ας είστε λερωμένα.



Ο χορός του θανάτου
"Έχε γεια καημένε κόσμε,
έχε γεια γλυκιά ζωή
και συ δύστυχη πατρίδα,
έχε γεια παντοτινή.

Στη στεριά δε ζει το ψάρι,
ουδ' ανθός στην αμμουδιά
και οι Σουλιώτισσες δεν ζούνε
δίχως την ελευθεριά".



Ο Διάκος
Πηδάει η φωτιά κι οι σούβλες έτοιμες κι αυτός ολόρθος στέκει.
Πεθαίνει αρνούμενος το θάνατο και λευτεριά φωνάζει.
Ελευθεριά για σένα χάνομαι, μα θα ‘ρθούν πίσω μου άλλοι.
Στρατοί οι γιοί μου και τα εγγόνια μου και θα σε λευτερώσουν.
Μην κλαις κυρά κι εγώ θ' αναστηθώ και θα σ᾿ αρπάξω πάλε.
Θα σπώ τις αλυσίδες της σκλαβιάς θα καταλυώ τα κάστρα.
Λίγοι είμαστε κι αλίμονο στη γης αν ξοφληθεί η γενιά μας.
Στρατοί οι γιοί μου και τα εγγόνια μου και θα σε λευτερώσουν.




Ώς πότε παλικάρια να ζούμεν στα στενά,
Mονάχοι σα λιοντάρια, σταις ράχαις στα βουνά;
Σπηλαίς να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,
Nα φεύγωμ' απ' τον Kόσμον, για την πικρή σκλαβιά.
Nα χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα, και Γονείς,
Tους φίλους, τα παιδιά μας, κι' όλους τους συγγενείς.
Καλλιώναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
Παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά, και φυλακή.
Τι σ' ωφελεί αν ζήσης, και είσαι στη σκλαβιά,
Στοχάσου πως σε ψένουν καθ' ώραν στη φωτιά.
Βεζύρης, Δραγουμάνος, Aφέντης κι' αν σταθής,

Δεν υπάρχουν σχόλια: